Saturday, October 19, 2024

Οικονομική ελευθερία; Ποιων; Και από ποιους;

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/10/2024



Διάβασα με ενδιαφέρον την ανακοίνωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για την παγκόσμια κατάταξη της χώρας στους δείκτες της λεγόμενης οικονομικής ελευθερίας. Με βάση τα δεδομένα μέχρι και το 2022 για 165 χώρες, την κατάταξη της Ελλάδας μόλις στην 70ή θέση δεν τη λες και καλή επίδοση για την πιο (νεο)φιλελεύθερη κυβέρνηση εδώ και μισόν αιώνα, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Την κυβέρνηση που αναδείχθηκε το 2019 με την υπόσχεση ότι σε 2-3 βδομάδες θα μπαίναν μπουλντόζες στο Ελληνικό (όπερ και εγένετο, αν και με καθυστέρηση 2-3 ετών) και ότι με το καλημέρα θα έκοβε φόρους που πνίγουν την επιχειρηματικότητα (ρωτήστε τους επαγγελματίες, που είναι μες στην τρελή χαρά με τα τεκμήρια, πόση συνέπεια έχει επιδείξει σ’ αυτό η κυβέρνηση).


Οχι, η θέση 70, μαζί με την Καμπότζη και την Γκάμπια, κάτω από τη Μογγολία και μόλις ένα σκαλί πάνω από την Κένυα, δεν είναι καλή θέση για μια καθωσπρέπει νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Κι αναρωτιέται κανείς αν αυτή είναι ακόμη μια ντροπιαστική αξιολόγηση από διεθνείς, πολιτικά προκατειλημμένους και προφανώς αριστερόπληκτους θεσμούς, όπως οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, που κατέταξαν φέτος την Ελλάδα στην 88η θέση ως προς την ελευθερία του Τύπου, ή το Ευρωβαρόμετρο της Ε.Ε., που φέρνει τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 ως προς το αν οι πολίτες νιώθουν ότι προστατεύονται το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, τα βασικά δικαιώματα. Πλην όμως, όχι, ούτε το ΚΕΦΙΜ ούτε το διεθνές ινστιτούτο Frase, που μετρά την «οικονομική ελευθερία» μεταξύ 165 χωρών, μπορεί να πει κανείς ότι εμφορούνται από αντι- φιλελεύθερα, αντιμητσοτακικά αισθήματα.


Οχι, δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική προκατάληψη στην κακή κατάταξη της Ελλάδας. Υπάρχουν απλώς μεγάλες απαιτήσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για απελευθέρωση της οικονομίας και συρρίκνωση του κράτους, που δεν έχουν εκπληρωθεί, παρά τα πέντε χρόνια φιλότιμης προσπάθειας. Κατ’ αρχάς, είναι αληθινά ντροπιαστική η κατάταξη στην 150ή θέση (έλεος!) μεταξύ 165 χωρών ως προς το μέγεθος του κράτους. Παράδοξη κατάταξη, αν και δεν ξέρουμε τι ακόμη μπορεί να πουληθεί, πέρα από τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τους αυτοκινητόδρομους, τις τηλεπικοινωνίες, την παραγωγή ενέργειας, τους υδάτινους πόρους, τα βουνά, τους κάμπους, τις ακτές, που εκχωρούνται για ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια επέκτασης της οικονομικής ελευθερίας στο πεδίο αυτό, π.χ. να κλείσουν αρκετά δημόσια ΑΕΙ για να αφήσουν χώρο στα ιδιωτικά, να βελτιωθεί ο συσχετισμός ιδιωτικών και δημόσιων νοσοκομείων υπέρ των πρώτων, να σταματήσει ο αθέμιτος ανταγωνισμός του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος εις βάρος των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, να σπάσει επιτέλους το μονοπώλιο του κράτους στον φορολογικό έλεγχο και να εκχωρηθεί το πιο σοβαρό μέρος του στις ίδιες τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις, γιατί μόνο αυτές ξέρουν τι αξίζουν πραγματικά - σιγά τώρα μη μας πουν τα τσιράκια του Πιτσιλή τι φόρο θα πληρώσουμε!

 

Η κατάταξη της Ελλάδας στη θέση 150 ως προς το μέγεθος του κράτους, έναν από τους 5 δείκτες οικονομικής ελευθερίας, είναι αληθινά ταπεινωτική. Στη θέση του «σούπερμαν» των ιδιωτικοποιήσεων κ. Χατζηδάκη θα είχα παραιτηθεί. Και δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι εξίσου χαμηλά στον δείκτη αυτό κατατάσσονται θεριά του κρατικού καπιταλισμού όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Αντιθέτως, μας θυμώνει το γεγονός ότι σε αυτή την πίστα πλασάρεται ψηλά η Αλβανία (θέση 24 παρακαλώ, κάνει δουλίτσα ο Ράμα). Αν μάλιστα υπήρχε κάποια διαδικασία ενστάσεων για την άδικη βαθμολογία, σίγουρα κάτι έπρεπε να κάνουμε εις βάρος του Ισραήλ, που είναι στην ελίτ της οικονομικής ελευθερίας (θέση 41). Οχι γιατί είναι ένα μιλιταριστικό κράτος που ανθεί οικονομικά ασκώντας επί δεκαετίες γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων και τρομοκρατία εις βάρος όλου του αραβικού κόσμου. Θα ενιστάμεθα γιατί το Ισραήλ έχει αποτύχει να επεκτείνει την οικονομική ελευθερία σε όλη την Παλαιστίνη, της οποίας οι επιδόσεις δεν μετρώνται από τα νεφελίμ του φιλελευθερισμού. Ισως γιατί εκεί, στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ έχει επιβάλει ένα πολύ ανώτερο είδος ελευθερίας: την ελευθερία από τον καταναγκασμό της ύπαρξης.


Υπάρχουν κι άλλα πεδία ένστασης. Αίφνης, γιατί στον δείκτη «πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα» η Ελλάδα κατατάσσεται στη θέση 68, όταν οι λοιποί εταίροι στην ευρωζώνη δεν πέφτουν κάτω από τη θέση 35; Δεν είναι ίδιο το ευρώ για όλους, Γερμανούς, Λετονούς ή Μαλτέζους; Φυσικά και όχι, σεραφειμάκια της νομισματικής ελευθερίας! Ειδικά εμείς, που περάσαμε από τη μνημονιακή κόλαση, θα έπρεπε να το έχουμε καταλάβει αυτό, χωρίς να μας το ψιθυρίζει εμπιστευτικά το ΚΕΦΙΜ, πως δεν υπάρχει ένα ευρώ για όλους, υπάρχουν 20, και σε μας αναλογεί το χειρότερο, το πιο ξεφτιλισμένο. 


Τέλος πάντων, πέραν της πλάκας, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αυτού του είδους τα διεθνή καλλιστεία, που καθιερώθηκαν από τη δεκαετία του 1980 από τον Μίλτον Φρίντμαν και τους ομοϊδεάτες του ανά τον κόσμο (όπως το ινστιτούτο Fraser του Καναδά που υπηρετεί το σπορ), μια ελευθερία μετρούν στην ουσία: την ελευθερία του ιδιωτικού από το δημόσιο, του ατομικού από το κοινό και συλλογικό, και εν τέλει την ελευθερία του κεφαλαίου από κάθε κρατικό ή κοινωνικό περιορισμό. Κι αυτή η ελευθερία περιλαμβάνει ενδεχομένως ακόμη και την ελευθερία του Ελον Μασκ να χρησιμοποιεί το «Χ» για να χειραγωγεί τα πλήθη υπέρ του Τραμπ και οποιουδήποτε άλλου νεοφασίστα. Ή την ελευθερία της Google να μονοπωλεί τις αναζητήσεις και τις διαφημίσεις. Υποθέτω ότι αν το αμερικανικό Δημόσιο αποφασίσει τελικώς τη διάσπαση της Google για να προστατέψει στοιχειωδώς τη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς», αυτό θα θεωρηθεί ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ελευθερία και οι ΗΠΑ θα κατρακυλήσουν αρκετές σκάλες από την 5η θέση που καταλαμβάνουν τώρα. 


Υποθέτω, επίσης, ότι αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίσει τις φιλότιμες προσπάθειές της για επέκταση της οικονομικής ελευθερίας, χωρίς βλακειούλες και παρασπονδίες τύπου «έκτακτος φόρος στα υπερκέρδη», στην επόμενη μέτρηση έχουμε πιθανότητες να ανέβουμε στη γαλάζια ελίτ του πλανήτη. Για κάποιους (πολλούς!) αυτό θα σημαίνει, βεβαίως, μεγαλύτερο εγκλωβισμό στη φτώχεια και στην ανισότητα, αλλά τι να κάνουμε, η ελευθερία έχει το τίμημά της.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι δρόμοι είναι βρόμικοι επειδή το κράτος δεν φορολογεί αρκετά τους πολίτες για να τους καθαρίσει. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι βρόμικοι επειδή δεν ανήκουν σε κανέναν.


Μίλτον Φρίντμαν, «Καπιταλισμός και Ελευθερία» 


Sunday, October 13, 2024

Εμείς φταίμε για όλα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/10/2024


Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά, μόλις έξι επεισοδίων, που προβάλλει το Cinobo (εδώ κάνω διαφήμιση, ξεκάθαρα), η οποία σε γενικές γραμμές είναι αναμνήσεις από το εγγύς μας πολιτικό μας μέλλον. Ενα πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Το «Years and Years» βγήκε στον αέρα το 2019, λίγο πριν από την πανδημία, σε παραγωγή BBC και HBO. Και μπορεί κανείς να πει ότι από όσα περιλαμβάνει η 15ετία που μελλοντολογικά διατρέχει (2019-2034) σε γενικές γραμμές τα περισσότερα έχουν ήδη συμβεί. Εχει πέσει μέσα, δηλαδή. 

Ο δημιουργός της σειράς (Ράσελ Τ Ντέιβις) παρακολουθεί τις προσωπικές και συλλογικές περιπέτειες μιας μεγάλης, μικροαστικής οικογένειας (τα τέσσερα αδέλφια Λάιονς με τις/τους συζύγους και συντρόφους τους, τα παιδιά τους, τη γιαγιά τους, στο σπίτι της οποίας συναντιούνται συχνά και κάνουν μικρές ανακεφαλαιώσεις της ζωής τους). Το φόντο είναι μια Βρετανία στην οποία αφενός ψηφιοποιούνται και επιτηρούνται ψηφιακά τα πάντα, ακόμη και τα ανθρώπινα σώματα, αφετέρου ανελίσσεται στην εξουσία μια πανούργα, δημοφιλής, ακροδεξιά περσόνα, η Βίβιαν Ρουκ (με την εκπληκτική Εμα Τόμσον), η οποία επιβάλλει ουσιαστικά μια σκληρή κυβερνο-στρατιωτική δικτατορία. Και ο κόσμος γύρω από αυτή τη Βρετανία αποσυντίθεται: η Ρωσία ελέγχει την Ουκρανία, ο Τραμπ κερδίζει κι άλλη θητεία, οι ΗΠΑ φεύγουν από τον ΟΗΕ, η Ευρώπη κλονίζεται από προσφυγική κρίση, η Ουγγαρία χρεοκοπεί, η Ελλάδα φεύγει από την Ε.Ε. (!), ξεσπάει άλλη μια τραπεζική κρίση και άλλο ένα κύμα διεθνούς ύφεσης, ενώ χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους από τις ανεξέλεγκτες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης και τους αυτοματισμούς. 

Το ενδιαφέρον στη σειρά είναι ότι ενώ βγήκε το 2019, άρα –υποθέτουμε– προετοιμαζόταν τουλάχιστον έναν χρόνο πριν, αναπτύσσει εύστοχα μια εξαιρετικά επίκαιρη ατζέντα, δηλαδή όσα συζητάμε σήμερα. Αλλά, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της είναι το ηθικό και πολιτικό ερώτημα που θέτει για τους πρωταγωνιστές της, τα μέλη της οικογένειας Λάιονς, που έκαναν καθένα διαφορετικές επιλογές: τι έκαναν οι ίδιοι και οι ίδιες για να αποτρέψουν όσα ζοφερά συνέβησαν μεταξύ 2019 και 2034 στον κόσμο, στη Βρετανία, στις γειτονιές τους, στις ζωές τους; 

Η απάντηση σε αυτό το ηθικο-πολιτικό ερώτημα δεν είναι ακριβώς «τίποτα», μια και στην ιστορία του αφηγείται το σίριαλ κάποιοι πρωταγωνιστές δεν κάνουν πράγματι τίποτα, κάποιοι φοβούνται, κάποιοι περνάνε στην πλευρά του «τέρατος» και το υπηρετούν αυτοκαταστροφικά, και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να κάνουν κάτι, με μεγάλο ρίσκο, θανάσιμο τίμημα, έστω και συνωμοτικά, ατομικά. Εξάλλου, το τέλος της σειράς επιφυλάσσει ένα μικρό, απελευθερωτικό, εξεγερτικό χάπι εντ, χωρίς ωστόσο να ξέρουμε αν αλλάζει τη ροή των πραγμάτων προς έναν όλο και πιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό ψηφιακής επιτήρησης. Ωστόσο, υπάρχει μια σκηνή στη σειρά που συμπυκνώνει όλη την ουσία του πράγματος, την ατομική ευθύνη αντίστασης σε μια συλλογική καταστροφή. Η γιαγιά Μίριελ της οικογένειας Λάιονς γιορτάζει τα 92α γενέθλιά της, κάπου στα 2034, μαζεύοντας τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, τις/τους συντρόφους τους. Και ως άνθρωπος του 20ού αιώνα, παιδί του μεγάλου πολέμου, του αναλογικού καπιταλισμού, των συλλογικών αντιστάσεων, των μεγάλων κατακτήσεων, αλλά και των μεγάλων οπισθοδρομήσεων, δεν έχει καμιά αναστολή να πει στους απογόνους της, που τους τραπεζώνει και τους κερνάει κρασί, ότι αυτοί φταίνε για όλα, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό της απ’ αυτό. Αυτοί φταίνε για τον ζοφερό κόσμο που φτιάξανε, αυτοί φταίνε που δεν αντιστάθηκαν σε κάθε πράξη οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής βίας που εμφανιζόταν σαν φοβερός κι αναπόφευκτος εκσυγχρονισμός. Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς φταίμε για κάθε πράξη αντίστασης που παραλείπουμε. Και επειδή είναι αδύνατο να το περιγράψω καλύτερα από τη γιαγιά Μίριελ της σειράς «Years and Years», σας αφήνω να απολαύσετε αυτούσιο τον μακρύ, πικρό συλλογισμό της, στη θυγατρική στήλη «Θεωρίες για την υπεραξία». Εμείς φταίμε για όλα. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

- Μίριελ: Εσείς φταίτε για όλα!

- Στίβεν: Για ποια;

- Μίριελ: Για τα πάντα… Οι τράπεζες. Η κυβέρνηση. Η Αμερική. Η ύφεση. Η κ. Ρουκ. Κάθε τι που πήγε στραβά είναι δικό σας λάθος. 

-Στίβεν: Κατηγορούμαι για πολλά, αλλά πώς είμαι υπεύθυνος για όλο τον κόσμο; 

- Μίριελ: Γιατί είμαστε, όλοι μας. Μπορούμε να καθόμαστε εδώ όλη μέρα κατηγορώντας τους άλλους ανθρώπους… Φταίει η οικονομία, φταίει η Ευρώπη, η αντιπολίτευση, ο καιρός. Και μετά κατηγορούμε αυτές τις τεράστιες σαρωτικές παλίρροιες της ιστορίας. Σαν να είναι εκτός ελέγχου μας. Σαν να ’μαστε τόσο αβοήθητοι και μικροί. Αλλά και πάλι φταίμε εμείς. Ξέρετε γιατί. Είναι το μπλουζάκι της μιας λίρας. Το μπλουζάκι που κόστισε μια λίρα, δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Ολοι μας. Βλέπουμε ένα μπλουζάκι που κοστίζει μια λίρα και λέμε, «Ευκαιρία, μ’ αρέσει». Και τ’ αγοράζουμε. Οχι για κάτι καλό. Απλώς ένα ωραίο μπλουζάκι για το χειμώνα, για από μέσα. Και ο καταστηματάρχης παίρνει πέντε άθλιες πένες γι’ αυτό το μπλουζάκι. Και κάποιος χωρικός σ’ ένα χωράφι παίρνει 0,01 πένες. Και πιστεύουμε ότι όλο αυτό είναι μια χαρά. Ολοι μας. Και δίνουμε τη λίρα μας και μπαίνουμε σε αυτό το σύστημα για μια ζωή. Είδα ότι όλα πήγαιναν στραβά όταν ξεκίνησε στα σουπερμάρκετ, όταν αντικατέστησαν τις γυναίκες με αυτά τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα.

- Ρουθ: Οχι, δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό. Τα μισώ αυτά, πάντα τα μισούσα. Με τρελαίνουν…

- Μίριελ: Ναι αλλά δεν κάνατε τίποτα, κάνατε; Πριν από είκοσι χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, σηκωθήκατε να φύγετε; Γράψατε επιστολές διαμαρτυρίας; Ψωνίσατε από αλλού; Οχι! Ξεφυσήσατε και ξεφυσήσατε και το ανεχτήκατε. Και τώρα όλες αυτές οι γυναίκες έχουν φύγει. Κι εμείς το αφήσαμε να συμβεί. Και πιστεύω ότι μας αρέσουν αυτά τα ταμεία χωρίς ταμίες, τα θέλουμε. Γιατί αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να πάρουμε τα ψώνια μας και δεν χρειάζεται να δούμε αυτή τη γυναίκα στα μάτια. Τη γυναίκα που πληρώνεται λιγότερο από εμάς. Εφυγε. Την ξεφορτωθήκαμε. Την απολύσαμε. Μπράβο. Οπότε, ναι, εμείς φταίμε. Αυτός είναι ο κόσμος που φτιάξαμε. Συγχαρητήρια. Στην υγειά σας. 


Russel T. Davies, «Years and Years» (τηλεοπτική σειρά έξι επεισοδίων του 2019, παραγωγής BBC) 


Saturday, October 5, 2024

Και τι μας νοιάζει εμάς ο πόλεμος;

Η Εφημερίδα των Συντακτών 5-6/10/2024


Τι μας λέει για την ανθρώπινη κατάστασή μας η απάθεια με την οποία πλέον παρακολουθούμε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που γίνονται στη Μέση Ανατολή, όχι εδώ και έναν χρόνο, αλλά εδώ και 75 και πλέον χρόνια; Τι μας λέει για τα ανθρώπινα ή ανθρωπιστικά (υπάρχουν τέτοια;) ανακλαστικά μας η εξοικείωσή μας με την τυπικά παγωμένη αλλά σταθερά αιματηρή σύγκρουση στην καρδιά της Ευρώπης, μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας; Είμαστε ακόμη στη μακρά, παγκόσμια μεταπολεμική ειρήνη που διαμορφώθηκε μετά την ήττα του ναζιστικού άξονα ή στη μετα-ψυχροπολεμική συνύπαρξη που έφερε η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού; Ή μήπως ζούμε έναν αργό, βραδυφλεγή, ασίγαστο αλλά και ακήρυχτο παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο συμμετέχουν οι πάντες, με πράξεις και παραλείψεις, με σιωπές και διακηρύξεις, με όπλα ή κεφάλαια; Και γιατί ο κραταιός, οικουμενικός, κυρίαρχος παντού (και με ελάχιστες πια χαμαιλεοντικές παραλλαγές) καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, χωρίς κανέναν αντίπαλο, χωρίς κανένα ελκυστικό εναλλακτικό μοντέλο, δεν έχει φέρει την υπεσχημένη παγκόσμια ειρήνη, αντιθέτως έχει πολλαπλασιάσει σε ασύλληπτο βαθμό τις αιτίες, τις αφορμές, τις προφάσεις και -κυρίως- τα υλικά μέσα ενός αληθινά ολοκληρωτικού πολέμου, που δεν θα αφήσει κολυμπηθρόξυλο επί Γης, από τα έγκατά της μέχρι τη στρατόσφαιρα; 

Εχει δίκιο ν’ αγανακτεί ο Ν. Κοσματόπουλος (διαβάστε την εκπληκτική, οργισμένη μαρτυρία του σε αυτό το φύλλο της «Εφ.Συν.») για τα «δημοσιογραφικά» ερωτήματα που του υποβάλλουν, του τύπου «πώς νιώθουν οι Ελληνες στην κόλαση της Βηρυτού;», λες κι ο πόλεμος αποκτά υπόσταση μόνο όταν σκοτωθεί ή τραυματιστεί ένας «δικός» μας που έτυχε να βρίσκεται εκεί, λες και ο πόνος, ο πανικός, το αίμα, ο θάνατος έχουν διαφορετική «ελληνικότητα», «παλαιστινιακότητα», «χριστιανικότητα» ή «ισλαμικότητα». Το C130 που θα είναι stand by στην Κύπρο για να «απεγκλωβίσει» Ελληνες εν κινδύνω υποτίθεται ότι είναι μια μικρή κιβωτός ανθρωπιάς, καθείς ας σώσει τουλάχιστον τους δικούς του από τον θάνατο, κι είμαστε εντάξει με τη συνείδησή μας και με τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις μας, όπως έχουν προκύψει από το μεταπολεμικό status quo. 

Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι δεν είναι απλώς απάθεια και εξουδετέρωση των ανακλαστικών μας ο τρόπος που ΔΕΝ αντιδρούμε και απλώς παρακολουθούμε τη συντελούμενη γενοκτονία στη Γάζα και την προκλητική προσπάθεια της ισραηλινής ηγεσίας να διεθνοποιήσει τον πόλεμο που έχει κηρύξει εναντίον αυτού που περιγράφει ως «άξονα του κακού». Πρακτικά εναντίον κάθε τι αραβικού, κάθε τι ισλαμικού. Δεν είναι απάθεια, είναι μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας ότι η χώρα Ελλάδα, η συμμαχία Ε.Ε., οι πολιτικές ηγεσίες τους, οι επιχειρηματικές ολιγαρχίες τους, ακόμη και οι σχεδόν λοβοτομημένες αντιπολιτεύσεις τους, σε αυτό τον ολοκληρωτικό, άνισο, άδικο πόλεμο έχουν επιλέξει πλευρά. Κι αν στην περίπτωση της Ουκρανίας η επιλογή πλευράς (διόλου αυτονόητη κι εκεί!) είχε κάποια επιχειρήματα, στην περίπτωση του Ισραήλ δεν έχει κανένα. Η ανοχή της γενοκτονίας στη Γάζα και των επιθέσεων του Ισραήλ σε Λίβανο, Ιράν, Υεμένη, Συρία, Ιράκ και ποιος ξέρει πού αλλού προσεχώς, είναι ξεκάθαρη συνέργεια σε έναν πόλεμο τυπικά περιφερειακό, αλλά ηθικά ήδη παγκόσμιο. 

Από τη σκοπιά των πάνω αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε. Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, που κυβερνά την υπερδύναμη εδώ και 70 χρόνια, έχει θεμελιώσει εν μέρει την ισχύ του στην ακραιφνή στήριξη του στρατοκρατικού Ισραήλ. Η Ε.Ε., επίσης, έχει προσχωρήσει πιο βαθιά στη συμμαχία αυτή και η προοπτική της δικής της «πολεμικής οικονομίας» δημιουργεί ποικίλες τεχνολογικές και επενδυτικές εξαρτήσεις με την πιο πολεμική οικονομία του κόσμου, αυτή τη Ισραήλ. Οι ενεργειακές κι άλλες παραγωγικές διασυνδέσεις (ακόμη και οι κατασκοπευτικές, τύπου Predator!) έχουν καταστήσει το Ισραήλ όχι μόνο την άτυπη 51η Πολιτεία των ΗΠΑ, αλλά και μια σκιώδη 28η χώρα-μέλος της Ε.Ε. Και την ίδια στιγμή η όλη Δύση επιλέγει να βαθύνει όχι μόνο το μέτωπο του θερμού, δι’ αντιπροσώπων, πολέμου με τη Ρωσία, αλλά κι αυτό του εμπορικού πολέμου με την Κίνα (για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις σπάνιες γαίες και ποιος ξέρει για τι ακόμη!). Της χώρας που, παρά την «κομμουνιστική» πατίνα της, έχει απομείνει σχεδόν μόνη στην υπεράσπιση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς ειρήνης που αυτή προϋποθέτει. Εν ολίγοις, η υπάρχουσα δυτική ηγεσία είναι σχεδόν εγκλωβισμένη στη στρατηγική του πολέμου. 

Απ’ τη σκοπιά των κάτω, όμως, είναι σχεδόν ακατανόητος ένας ανάλογος εγκλωβισμός. Ακόμη και η πιο ιδιοτελής, ατομικιστική, ωφελιμιστική ματιά σε έναν πόλεμο, που φαίνεται ακόμη αρκετά μακρινός, και σε μια στρατιωτική αγριότητα εις βάρος ενός ολόκληρου λαού και ενός έθνους, που «δεν είναι δικό μας», θα επέβαλλε να πάρουν εκατομμύρια άνθρωποι θέση στο πλευρό των θυμάτων και απέναντι στον ανελέητο θύτη. Αυτό δεν συμβαίνει. Αλλά την ίδια στιγμή το Ευρωβαρόμετρο λέει ότι οι Ελληνες αξιολογούν περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο την ακρίβεια και το κόστος ζωής ως το μείζον πρόβλημά τους (70%). Και θεωρούν, πάλι στα μεγαλύτερα ποσοστά (45%), ότι το πρώτο στο οποίο μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη η Ε.Ε. είναι η ειρήνη και η ασφάλεια. Και στα δύο οι ηγεσίες της Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις τους έχουν αποτύχει για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Οχι μόνο δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια ειρήνευσης στο Ουκρανικό, αλλά επέτρεψαν όλες οι καταστροφικές παρενέργειες του πολέμου να περάσουν στα χωράφια, στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στα τιμολόγια ρεύματος, στα συρρικνούμενα εισοδήματα των νοικοκυριών. Αν το «μοντέλο» επαναληφθεί και στην υποστήριξη του πολεμικού τυχοδιωκτισμού του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, θα έχουμε από χέρι ένα ακόμη οικονομικό «ολοκαύτωμα». 

Μπορεί να ακούγεται, λοιπόν, σχεδόν προσβλητικό για τα νεκρά παιδιά και τους σφαγμένους αμάχους της Γάζας ή του Λιβάνου, αλλά αν κάποιος ανησυχεί πραγματικά για την τσέπη του, τις τιμές, την επιβίωσή του, έχει κάθε λόγο να διαδηλώνει γα να σταματήσει το Ισραήλ τον ανελέητο πόλεμο και για να πάψουν οι κυβερνήσεις της Δύσης να το στηρίζουν. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε: Πόλεμος και ειρήνη

είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά.


Ομως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους

μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα.

Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους

καθώς ο γιος από τη μάνα.

Εχει τα δικά της

απαίσια χαρακτηριστικά.


Ο πόλεμός τους σκοτώνει

ό,τι άφησε όρθιο

η ειρήνη τους.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά μιλάνε για ειρήνη 

ο απλός λαός ξέρει

πως έρχεται ο πόλεμος.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο

οι διαταγές για επιστράτευση

έχουν υπογραφεί.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» (μετάφραση Μάριου Πλωρίτη) 


Sunday, September 22, 2024

Ταπεράκια έξω

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 21-22/9/2024 

 


Ο Μάικλ Μουρ, ο θορυβώδης κινηματογραφιστής και συγγραφέας, έχει δίκιο. Ο καπιταλισμός είναι μια ιστορία αγάπης. Η εξάρτησή μας από τον καπιταλισμό δεν είναι μόνο υπόθεση βίαιης υποταγής, σκληρής εκμετάλλευσης και επιδέξιας παραπλάνησης. Είναι μια σχέση βαθιά συναισθηματική, σχεδόν ερωτική και εντελώς ανεξάρτητη κι ανεπηρέαστη από την απέχθεια ή τη διάθεση ανατροπής που αισθανόμαστε για το σύστημα που διαβουκολεί την όλη ανθρωπότητα εδώ και μισό αιώνα.

Πάρτε την είδηση για την αίτηση πτώχευσης της Tupperware. Μετρήστε πόσες εκατοντάδες, χιλιάδες ιστορίες αναπόλησης της σχεδόν 90χρονης ιστορίας της πολυεθνικής πλημμύρισαν τα ΜΜΕ και τις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Ρετρό φωτογραφίες από τα πλαστικά δοχεία με τα αεροστεγή καπάκια, με τον εφευρέτη τους τον Earl Tupper που το όνομά του έχει δημιουργήσει ένα σωρό καινούργιες λέξεις σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, με την πραγματικά σοφή Brownie Wise, την πωλήτρια που επινόησε τα πάρτι επίδειξης των πλαστικών προϊόντων, εγκαινιάζοντας έναν πρώιμο καπιταλισμό της πλατφόρμας σε μια ψηφιακά ανυποψίαστη, αναλογική εποχή.

 Ολα τα δημοσιεύματα ξεχειλίζουν νοσταλγία για ένα εμβληματικό success story του βιομηχανικού καπιταλισμού, για την άνοδο και πτώση της αυτοκρατορίας του πλαστικού και τελικά για εκείνη τη χρυσή εποχή που ο Γκαλμπρέιθ αποκάλεσε «κοινωνία τη αφθονίας». Τα τάπερ ήταν ανάμεσα στα σήματα κατατεθέντα αυτής της εποχής.

Στον αντίποδα αυτής της φενάκης,
που έχει προ πολλού κλείσει τον κύκλο της και ως αυταπάτη των καπιταλιστών και ως εξαπάτηση των υποτελών τους (καταναλωτών και μισθωτών), οι σημερινοί νέοι, είτε ως σπουδαστές είτε ως εργαζόμενοι που σιτίζονται με τα ταπεράκια της μαμάς, ή με τα δικά τους εν πάση περιπτώσει, με φαγητό από το σπίτι γιατί ακόμη και το φτηνό καθημερινό ντελίβερι έχει γίνει ακριβό σπορ, δεν υποψιάζονται ότι αυτό το πλαστικό σύμβολο ανέχειας, εγκράτειας ή κανονικής φτώχειας σήμερα, υπήρξε κάποτε σύμβολο καταναλωτικής αφθονίας, ευμάρειας, ακόμη και παράγοντας υγείας για τα νοικοκυριά.

Ισως δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αυτό σήμερα, όταν πέρα από τα Tapperware υπάρχουν πλαστικά δοχεία μιας χρήσης αξίας λίγων λεπτών διαθέσιμα στα σούπερ μάρκετ κατά πεντάδες, ή όταν κάθε δευτερόλεπτο εκατομμύρια πλαστικά μπουκάλια νερού ή αναψυκτικού ανοίγονται, αδειάζονται από το δροσιστικό περιεχόμενό τους και πετάγονται, χωρίς ούτε το 10% από αυτά να μπουν στον κύκλο ανακύκλωσης, όπως υπόσχονται απατηλά οι ετικέτες τους. Ισως δεν είναι αντιληπτό πόσο πολύτιμη μπορεί να ήταν για μια οικογένεια της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα, που μπορεί να μην είχε ψυγείο ή είχε ακόμη ψυγείο με πάγο, μια σειρά από πλαστικά δοχεία φύλαξης τροφίμων. Και άρα, πόσο το εξοβελιστέο και αποδιοπομπαίο σήμερα πλαστικό, που δεν βιοδιασπάται, που αποσυντίθεται σε τρισεκατομμύρια μικροπλαστικά και πνίγει τα έμβια όντα της θάλασσας, ήταν το μικρό μέρισμα πλούτου που απένεμε στους μικροαστούς και τους προλετάριους ο πλαστικός καπιταλισμός των μεταπολεμικών χρόνων.

Είδατε που με κατέλαβε και μένα η νοσταλγία του πλαστικού καπιταλισμού;
Γιατί στις γειτονιές της αντιπαροχής στην Αθήνα των σίξτις, στις οποίες κι εγώ μεγάλωσα, οι επιδείξεις των τάπερ έδιναν κι έπαιρναν, και η μαμά που ήταν μοδίστρα κι είχε έναν μεγάλο κύκλο από πελάτισσες στη γειτονιά ήταν ιδανική οικοδέσποινα για να φιλοξενήσει τέτοιες επιδείξεις. Αλλά παρά τις πιέσεις που της ασκούσαν κάποιες γνωστές πωλήτριες της Tupperware, λίγες θυμάμαι να γίνονται τελικά στο υβρίδιο σαλονιού και εργαστηρίου ραπτικής που ήταν το μισό σπίτι μας. Προφανώς ήταν μπελάς για την κ. Βέρα, που έπρεπε να συμμαζέψει για να μην εκτεθεί στις γειτόνισσες, ίσως και να μην το γούσταρε κιόλας, γιατί η κ. Τάδε που έκανε χρόνια τις επιδείξεις έβγαζε με εξοργιστική ευκολία έναν σκασμό λεφτά βγάζοντας τα ταπεράκια έξω από τις μεγάλες τσάντες και θήκες της, ολόκληρη πολυκατοικία λέγεται ότι είχε σηκώσει, ενώ η ίδια έπρεπε να δουλεύει 12 ώρες τη μέρα με τη Singer ίσα για να τα βγάζουμε πέρα. Ακόμη και η αγορά πέντε δοχείων τάπερ ήταν μια δαπάνη διόλου ευκαταφρόνητη.

Αλλά αυτό που έκανε η κ. Τάδε (πραγματικά δεν μου ’ρχεται τ’ όνομά της
, αλλά έχω την εικόνα της, πάντα φρεσκοχτενισμένο μαλλί, συνήθως «λάχανο», και καλοντυμένη, αν και δεν ραβόταν στη μάνα μου) γινόταν από εκατοντάδες σε όλη τη χώρα, κι έτσι η μικρή πλαστική πολυτέλεια που άρχισε να κατακλύζει τα νοικοκυριά έφερε κι ένα εργοστάσιο παραγωγής στην Ελλάδα και, διόλου τυχαία φαντάζομαι, αφού το χρήμα έρρεε άφθονο, μια έδρα του ελληνικού βραχίονα της πολυεθνικής στο κέντρο της Αθήνας, έναντι ΥΠΕΞ, ψηλά στην Ακαδημίας, με μια βιτρίνα στην οποία τα πολύχρωμα πλαστικά δοχεία εκτίθενται ανάμεσα σε μια προθήκη με πανάκριβα κρύσταλλα μπακαρά και μιαν άλλη με γυναικεία ρούχα πρετ α πορτέ και αξεσουάρ, έκαστο των οποίων τιμάται από μισό έως τρεις μέσους μισθούς. Αν η κυρία Βέρα, η μοδίστρα, είχε προλάβει ζωντανή αυτή την εξέλιξη, ίσως να εξοργιζόταν για το γεγονός ότι είχε έστω αυτή την ελάχιστη συμβολή στη διόγκωση της διεθνούς πλαστικής αυτοκρατορίας.

Αλλά όλες οι ιστορίες επιτυχίας είτε του αναλογικού είτε του ψηφιακού καπιταλισμού, στον σκληρό πυρήνα τους είναι ιστορίες απληστίας. Η Tupperware, με τους πολλούς διαδοχικούς ιδιοκτήτες της, έμεινε μέχρι τέλους πιστή στο μοντέλο πώλησης που δημιούργησε, στον πρώιμο καπιταλισμό πλατφόρμας που έφτασε να αριθμεί κάποια στιγμή πάνω από 3 εκατ. «συνεργάτες-πωλητές» σε όλο τον κόσμο, τρέφοντας ισάριθμες μικρές ιστορίες απληστίας, που ωστόσο συνετρίβησαν πάνω στις νέες, μεγάλες, παγκόσμιες ιστορίες απληστίας που έφερε ο νέος, ο ψηφιακός καπιταλισμός της πλατφόρμας. Γιατί, τι μας χρειάζονται οι περιποιημένες κυρίες των κατ’ οίκον επιδείξεων, όταν έχουμε τις πλατφόρμες ηλεκτρονικών πωλήσεων, όπου βρίσκεις όλα τα ταπεράκια του κόσμου -μικρά, μεγάλα, στρογγυλά, τετράγωνα, οβάλ, ρηχά, βαθιά, κόκκινα, κίτρινα, πολύχρωμα, διάφανα- και με ένα κλικ τα παραγγέλνεις κι έρχονται σπίτι από ανυποψίαστους «συνεργάτες» μιας άλλης πλατφόρμας, που δεν ξέρουν καν τι περιέχει το πακέτο που παραδίδουν.

Και τι περιέχει το πακέτο; Απειρες εκδοχές του αγαπημένου πολυαιθυλένιου, που ο ευφυής μακαρίτης Ερλ Τάπερ σκέφτηκε να το μετατρέψει σε κάτι τόσο απτό, χρηστικό, παγκόσμιο, πυροδοτώντας τη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου από πλαστικό, με τόσους καταναλωτές, τόσους παραγωγούς, τόσους διακινητές, τόσους πωλητές, τόσους εφευρέτες και τόσους ανταγωνιστές, ώστε ακόμη κι η αυτοκρατορία Tupperware, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή, να πέσει θύμα της επιτυχίας της.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Δεν υπάρχει καλός καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός είναι ένα οργανωμένο σύστημα που εγγυάται ότι η απληστία αποτελεί την πρωταρχική δύναμη του οικονομικού μας συστήματος και επιτρέπει στους λίγους να γίνουν πολύ πλούσιοι και σε μας τους υπόλοιπους να φανταζόμαστε ότι μπορεί να γίνουμε κι εμείς (πολύ πλούσιοι), αν απλώς δουλέψουμε σκληρά. Αν πουλήσουμε αρκετά προϊόντα Tupperware και Amway, μπορούμε κι εμείς να πάρουμε μια ροζ Cadillac.

Μάικλ Μουρ, συνέντευξη μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ του «Capitalism, a Love Story», 2009


Sunday, September 15, 2024

Α, μας κακομαθαίνετε, Σούπερ Μάριο!

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/9/2024


Ο Μάριο Ντράγκι είναι 77 ετών. Να τα χιλιάσει ο άνθρωπος, δεν λέω, και μακάρι να έχει μέχρι τα 100 το μυαλό και την κράση που διαθέτει, αλλά σε μια δεκαετία θα είναι 87 ετών. Επομένως, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει τη δύναμη να υπερασπίσει τον νέο μωσαϊκό νόμο με τις δέκα ή χίλιες εντολές που κατέβασε από το Μον Μπλαν, μια και το Σινά πέφτει μακριά. Από την περασμένη Δευτέρα η έκθεσή του λατρεύεται από τις ευρωπαϊκές επιχειρηματικές κεφαλές, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, της ενέργειας, του φαρμάκου, των εξοπλισμών, λίγο πιο διακριτικά οι τραπεζίτες, δεν τσιγκουνεύτηκαν τα εγκώμια και τα χειροκροτήματα. Κι όλοι τους προσβλέπουν στην υιοθέτησή της από τη νέα Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. 

Ποιο είναι το νόημα της ενθουσιώδους υποδοχής της έκθεσης Ντράγκι, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι μια δυσοίωνη Ιερεμιάδα που προβλέπει παραγωγική παρακμή της Ε.Ε. λίαν προσεχώς; Οτι η έκθεση μυρίζει χρήμα. Πολύ χρήμα, κι άλλο χρήμα, σαν την πλημμυρίδα της ποσοτικής χαλάρωσης που πρόσφερε ο Ντράγκι ως κεντρικός τραπεζίτης από το 2015 και μετά –για να μην υπολογίσουμε κι όσα πρόφερε στη ζούλα από το 2012– τα οποία συμποσούνται σε πάνω από 3 τρισ. ευρώ. Το νέο χρήμα που υπόσχεται ο Ντράγκι φτάνει τα τριπλά του πακέτου «διάσωσης» της ευρωζώνης κατά την κρίση χρέους. Οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ σε βάθος δεκαετίας, αν πάρουμε τοις μετρητοίς την υπόδειξή του για δημόσιες επενδύσεις 800 δισ. ευρώ τον χρόνο σε βιομηχανία, έρευνα, καινοτομία, αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων (ήτοι εκπαίδευση, κατάρτιση, ψηφιακός εκσυγχρονισμός της παραγωγής κ.λπ.) για να μην καταπιεί την ευρωπαϊκή οικονομία ο ανταγωνισμός Αμερικανών, Κινέζων, Ινδών, Ρώσων κ.ά. Κι αυτό απαιτεί αντίστοιχο κοινό δανεισμό από την Ε.Ε. Αρα, προσδεθείτε για το απόλυτο ντεζά βου, με τη Γερμανία να βγάζει φλύκταινες και τον Σολτς να μεταλλάσσεται σε Μέρκελ. 

Φυσικά, ο Ντράγκι δεν λέει και καμιά σοφία, το αυτονόητο λέει όταν ζητάει ένα τριπλό σχέδιο Μάρσαλ δημόσιων επενδύσεων. Κι είναι απολύτως αναμενόμενο η ευρωπαϊκή βιομηχανία, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν σε ευρωπαϊκό έδαφος, να χειροκροτεί με λαχτάρα, γιατί ξέρει ότι θα είναι από τους πρώτους αποδέκτες της νέας πλημμυρίδας χρήματος που υπόσχεται ο Σούπερ Μάριο. «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι», έλεγε κι ο έρμος ο Δημοσθένης στους φιλιππικούς του, η άμυνα στον ανταγωνισμό των άλλων και η αύξηση του παραγόμενου πλούτου απαιτούν χρήματα από καταβολής εμπορευματικής οικονομίας. 

Αλλά η εξασφάλισή τους δεν σημαίνει τίποτα από μόνη της. Το Ταμείο Ανάκαμψης των 800 δισ. ευρώ είναι μια μικρογραφία αυτού που πρότεινε ο Ντράγκι, αλλά η απόδοσή του ενδέχεται να είναι μηδενική, γιατί το θέμα δεν είναι πόσα είναι τα χρήματα, αλλά πού πάνε, όπως αποδεικνύει το φιάσκο «Ελλάδα 2.0». Τι προσθέτει, για παράδειγμα, στην εγχώρια παραγωγικότητα η χρηματοδότηση της αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων από τους ιδιωτικούς ομίλους ενοικίασης; Απολύτως τίποτα. 

Κι απ’ αυτή την άποψη, πριν ο Σούπερ Μάριο συγκομίσει όλα τα εγκώμια και χειροκροτήματα ως μάγος που ετοιμάζεται να μας κακομάθει ξανά με άφθονο χρήμα, για να έχει μια στοιχειώδη αξιοπιστία η πρότασή του οφείλει πρώτα να δώσει έναν λογαριασμό: Τι ακριβώς απέδωσαν τα 2,6 τρισ. ευρώ της ποσοτικής του χαλάρωσης από το 2015 και μετά (από την οποία εξαιρέθηκε η Ελλάδα τιμωρητικά); Πού πήγαν, εκτός από τα ταμεία των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων; Πόσα επενδύθηκαν; Ποιο ήταν το αποτύπωμά τους σε θέσεις εργασίας, αύξηση παραγωγικότητας, ρυθμό ανάπτυξης; Τι ενίσχυσαν, εκτός από την επιχειρηματική κερδοφορία, τα πολλά λεφτά της ποσοτικής χαλάρωσης; Αλήθεια, θα δοθεί ποτέ αυτός ο λογαριασμός, πολυχρονεμένε Σούπερ Μάριο; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αλλά υπάρχει ένα άλλο μήνυμα που θέλω να σας πω. Στο πλαίσιο της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσει το ευρώ. Και, πιστέψτε με, θα είναι αρκετό.

Μάριο Ντράγκι, Ομιλία στον παγκόσμιο Επενδυτικό Φόρουμ στο Λονδίνο, 26/7/2012


Saturday, September 7, 2024

Καλό χειμώνα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 7-8/9/2024


Αυτή τη φορά αυτή η ευχή δεν μπορεί να είναι το απρόθυμο κλισέ που ξεστομίζουμε βαρύθυμα ή σαρκαστικά, γιατί τελειώνει το μακρύ καυτό καλοκαίρι μας και η όποια ανάπαυλα μας επιφύλασσε. Αυτή τη φορά το «καλό χειμώνα!» πρέπει να είναι μια κυριολεξία, διατυπωμένη με πάθος, με λαχτάρα. Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν καλό χειμώνα. Ούτε καλό φθινόπωρο, ούτε καλό αποκαλόκαιρο. Μια ευχή για έναν καλό, γερό, ενδεχομένως και βαρύ χειμώνα. Εναν χειμώνα με τις βροχές και τις καταιγίδες του, με τις χαμηλές θερμοκρασίες του, με τα χαμηλά βαρομετρικά του, τα χιόνια στα ορεινά από τον Οκτώβρη, χιόνια και στα πεδινά από Δεκέμβρη, τις βουνοκορφές χιονοσκεπείς μέχρι και τον Απρίλη και τους μικρούς, κρυφούς από τον ήλιο παγετώνες παχείς κι ανθεκτικούς ώς τον Αύγουστο. Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα κανονικό, που να γεμίσει τα ποτάμια και τις λίμνες νερό, να κρατήσει το χιόνι στα μεγάλα υψόμετρα μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, να γεμίσει τις βάθρες που μετατράπηκαν σε θλιβερούς βάλτους, να ξαναδώσει υγρή ορμή στους μικρούς καταρράκτες που φέτος σχεδόν στέρεψαν. 

Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που να αναβιώνει όλα τα εικονογραφημένα στερεότυπα των παιδικών μας χρόνων: μολυβένιους χειμωνιάτικους ουρανούς, δέντρα που γυμνώνονται από τα φύλλα όταν πρέπει, χιονισμένα Χριστούγεννα, τρελές αμυγδαλιές που ανθίζουν τον Γενάρη, ποτάμια που φουσκώνουν επικίνδυνα, λίμνες που ξαναγίνονται πλωτές, θάλασσες φουρτουνιασμένες, ισχυρούς βοριάδες, απαγορευτικά απόπλου και μετεωρολογικές προβλέψεις για θερμοκρασίες «σε κανονικά για την εποχή επίπεδα». Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν χειμώνα που να φέρει πίσω μαζί του όλες τις εποχές που χάθηκαν η μια μέσα στην άλλη, κι ας μικρύνει η τουριστική σεζόν - δεν παίζει πια το μητσοτάκειο «ουδέν κακόν αμιγές καλού» για την κλιματική κρίση, τα καυτά κι αφόρητα καλοκαίρια του Νότου θα στείλουν τους τουρίστες στον Βορρά. 

Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν κανονικό, βαρύ χειμώνα που να επιβεβαιώσει τα απατηλά, ψευδοπροφητικά μερομήνια και να διαψεύσει τα επιστημονικά σενάρια για ραγδαία επιτάχυνση της υπερθέρμανσης. Εναν χειμώνα που θα μας αναγκάσει να ανάψουμε καλοριφέρ, να βάλουμε στο φουλ τα κλιματιστικά, να πάρουμε ξύλα για το τζάκι, αν έχουμε, ή για την ξυλόσομπα και τη στόφα. Θέλουμε έναν γερό χειμώνα, με αλλεπάλληλα χαμηλά βαρομετρικά και ψυχρά ρεύματα να κατεβαίνουν από την Αρκτική και τη Σιβηρία μέχρι τη Μεσόγειο. Θέλουμε έναν κανονικό χειμώνα που θα αντιστρέψει ακόμη και τις χρήσεις των λέξεων: «καλοκαιρία» θα είναι οι βροχές και τα χιόνια, «κακοκαιρία» οι ξηρασίες, οι ανυδρίες και οι καύσωνες. Θέλουμε οι μετεωρολόγοι να προαναγγέλλουν γελαστοί τη σημαντική πτώση της θερμοκρασίας και τα δελτία θυέλλης, να προβλέπουν με ένα βλέμμα ανησυχίας πως «αύριο αναμένεται αίθριος καιρός». Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που θα αλλάξει ακόμη και τις κατάρες, κι όταν λες σε κάποιον «τον κακό σου τον καιρό» να ακούγεται σαν η καλύτερη ευχή. 

Θέλουμε έναν χειμώνα που θα ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου και του ρεύματος και θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να βάλουν ξανά το χέρι στην τσέπη, να τρέχουν πανικόβλητες να βρουν πόρους για επιδοτήσεις στους λογαριασμούς, για να γλιτώσουν την κατακραυγή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Εναν χειμώνα που θα αναζωπυρώσει την ενεργειακή κρίση, θα βγάλει άχρηστα τα ευρωπαϊκά μέτρα ενεργειακής ασφάλειας, θα αδειάσει ταχύτατα τις αποθήκες αερίου, θα εκτινάξει την κερδοσκοπία και τις τιμές στα χρηματιστήρια του ρεύματος, θα κάνει τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις να πάρουν φωτιά από εισαγωγές και εξαγωγές γιγαβατωρών. Εναν χειμώνα που θα αναγκάσει την Ε.Ε. να ξανασκεφτεί την πολεμοχαρή στάση της στην ουκρανική κρίση, θα πιέσει τη Δύση να θέσει ως γεωπολιτική προτεραιότητα όχι την εξουθένωση της Ρωσίας ή την απομόνωση της Κίνας, αλλά την ανάσχεση της κλιματικής κατάρρευσης. Χρειαζόμαστε έναν καλόν, κανονικό χειμώνα που θα θυμίσει στους άπληστους κυνηγούς του πλούτου ότι οι κερδοσκοπικές ευκαιρίες που βλέπουν στην κλιματική κρίση είναι τόσο ασφαλείς όσο και οι ψευδείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις καιρού ή τα μερομήνια. Οτι για να είναι αποδοτικοί οι οικονομικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι χρειάζεται να λειτουργούν οι κύκλοι των εποχών, το καλοκαίρι του βόρειου ημισφαίριου να είναι ο χειμώνας του νότιου, τα οπωροφόρα να ανθίζουν την άνοιξη, οι χελώνες, τα φίδια, οι σκαντζόχοιροι να πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Οτι όπως δεν υπάρχει πυρηνικό καταφύγιο που θα προστατέψει λίγους και εκλεκτούς σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, έτσι δεν υπάρχει όαση για να γλιτώσουν από ένα περιβαλλοντικό ολοκαύτωμα. 

Κι επειδή δεν υπάρχει ίχνος ορθολογισμού στη συμπεριφορά των ανθρώπων και των τάξεων που διαχειρίζονται τις τύχες του πλανήτη και του ανθρώπινου είδους, διότι πιθανότατα θεωρούν ότι αυτοί θα επιβιώσουν με τους ωκεανούς εν βρασμώ και την Αρκτική ως πολυτελές θερινό θέρετρο υπερπλουσίων, ίσως τη λύση τη δώσει η άβουλη φύση. Με έναν καλό, βαρύ, παγερό χειμώνα που θα τους θυμίσει ποιος είναι πραγματικά το αφεντικό σ’ αυτό το μαγαζί. 

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως αυτή η αθώα ευχή, «καλό χειμώνα!», με κάποιον μυστικιστικό τρόπο θα φτάσει στ’ αυτιά του αφεντικού. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Βρισκόμενος επί μια ώρα στο έλεος της ισχυρής χιονόπτωσης, είχα ξυλιάσει σύγκορμα. Η μικρή μου φουφού είχε σβήσει από ώρα, αφού όλα τα ξερά χαμόκλαδα εξαφανίστηκαν κάτω απ’ το χιόνι. Παρά ταύτα, είχε μια ευεργετική ομορφιά όλο αυτό. Το απαλό θρόισμα των πελώριων χιονονιφάδων που έπεφταν σαν τούφες βαμβακιού πάνω στους φουντωτούς θάμνους σκορπούσε ένα γύρο αγαλλίαση. Είχα την αίσθηση πως κανένας άλλος πάνω στη γη δεν ζούσε κάτι ανάλογο τη συγκεκριμένη στιγμή. Οτι η φύση έστησε το ολόλευκο σκηνικό της σ’ εκείνο το θαμνοτόπι, δίνοντας τη συναρπαστική της παράσταση μόνο για μένα. Ενιωθα μοναδικός. Ο εκλεκτός της φύσης. Μια ευχάριστη εσωτερική ζεστασιά και μια γαλήνη κατέκλυζαν τα σωθικά μου. Ημουν ακόμα πολύ μικρός να αντιληφθώ ποιος ήταν ο άμεσος και ραγδαία αυξανόμενος κίνδυνος που διέτρεχα εκείνη την ώρα, γι’ αυτό δεν βιαζόμουν να βρεθώ στη θαλπωρή του σπιτιού, δίπλα στη ζεστή ξυλόσομπα. 

Βασίλη Παλαιοκώστα, «Ενα φυσιολογικό παιδί»




Saturday, August 31, 2024

Η αριστερή απόγνωση

Η Εφημερίδα των Συνακτών, 31/8 -1/9/2024


Απο την απαισιοδοξία της σκέψης στην απελπισία της βούλησης. 


Απόγνωση. Δεν βρίσκω πιο κατάλληλη λέξη για να χαρακτηρίσω την ψυχολογία χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια ανέβηκαν πάνω στο κύμα της μεγάλης προσδοκίας και προσπάθησαν να ισορροπήσουν όσο γίνεται περισσότερο όρθιοι πάνω στη σανίδα, το κύμα τούς έριχνε, τους κατάπινε, τους τσάκιζε, αλλά αυτοί ξανά και ξανά εκεί, σαν σέρφερ με τη λαχτάρα του αρχάριου να φτάσει όρθιος στην ακτή. 


Απόγνωση είναι η μόνη λέξη που ταιριάζει σ’ αυτό που νιώθουν για τις εξελίξεις, κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τελικά σε όλο τον αστερισμό της Αριστεράς, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια πίστεψαν στην ευκαιρία και στη δυνατότητα μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Απόγνωση νιώθουν οι αριστεροί άνθρωποι, ή τουλάχιστον όσοι εμπιστεύτηκαν την Αριστερά με μια αξιοσημείωτη για τα δεδομένα της μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής περιόδου διάρκεια. Εστω κι αν η διαρκώς μεταλλασσόμενη ηγεσία αυτής της Αριστεράς έκανε τα πάντα για να διαψεύσει αυτή την εμπιστοσύνη. 


Ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν στις τελευταίες ευρωεκλογές ή στις εθνικές εκλογές του 2023, ανεξάρτητα από το αν συμμετείχαν ή όχι στις ενδοκομματικές κάλπες για τη διαδοχή Τσίπρα, ανεξάρτητα από το πόσο συμμετείχαν ή παρακολούθησαν τους σεισμούς, τις αντιπαραθέσεις, τις διασπάσεις, τις ανθρωποφαγίες του τελευταίου χρόνου, ακόμη κι άνθρωποι που ήταν αφοσιωμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα κλείνουν τ’ αυτιά τους, σφαλίζουν τα μάτια τους και λένε: «Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να μαθαίνω, μη μου λες τίποτα». Δεν ξέρω αν κι εσείς συναντάτε στον περίγυρό σας αυτή τη στάση, εγώ έχω την αίσθηση ότι είναι κυρίαρχη. Αυτό είναι το βασικό σύμπτωμα της απόγνωσης των αριστερών ανθρώπων, της αριστερής απόγνωσης, που είναι ένα βήμα πιο πέρα από την απελπισία, στην απελπισία κάπως διασώζονται τα ένστικτα επιβίωσης κι αυτοσυντήρησης, στην απόγνωση χάνονται κι αυτά, υπάρχει μια ολική παραίτηση και άρνηση. (Ο Γκράμσι, που πέρασε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του στη φυλακή, σύστηνε την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδοξία της βούλησης ως συνταγή επιβίωσης των αριστερών στις αλλεπάλληλες ήττες που τους περίμεναν, τώρα η απαισιοδοξία έχει καταλάβει όχι μόνο τη σκέψη και τη βούληση, αλλά και την πράξη, μετατρέπεται σε μια τρομακτική πολιτική και κοινωνική παραλυσία.) 


Συνέδρια, πλατφόρμες, διασπάσεις, συνεδριάσεις οργάνων, δημοψηφίσματα, διαγραφές, προγραφές, γάμοι, γαμήλια πάρτι, ξεκατινιάσματα στο Χ και στο Φου Μπου, εξώδικα, αγωγές, μηνύσεις, βρισίδια, απειλές, προειδοποιήσεις για αποκαλύψεις, μανιφέστα μέσω TikTok, ένα κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα σχεδόν πέντε χρόνια και που πρωταγωνίστησε στο πολιτικό σκηνικό για δεκαπέντε χρόνια, ένα κόμμα που θα άλλαζε την Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά μετάλλαξε μόνο τον εαυτό του, περιδινείται εδώ κι έναν χρόνο γύρω από έναν ναρκισσευόμενο, μαθητευόμενο μάγο της πολιτικής, χωρίς να παράγει ίχνος πολιτικής, πόσο μάλλον αριστερής πολιτικής. 


Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η αυτοκραταστροφική εξέλιξη, που ενσπείρει την αριστερή απόγνωση, είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας ή ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Μια σπιθαμή απέχουμε από το να πιστέψουμε την πιο ευφάνταστη θεωρία συνωμοσίας για τους σεναριογράφους και σκηνοθέτες αυτής της α-πολιτικής οπερέτας που εξαχρειώνει ό,τι αριστερό δοκιμάστηκε (έστω κι αν απέτυχε) την τελευταία δεκαπενταετία. Αλλά, όταν παρατηρεί κανείς ότι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσοι αυτής της θλιβερής οπερέτας, στο πλευρό ή απέναντι από τον φιλόδοξο νέο ιδιοκτήτη του περιδινούμενου ΣΥΡΙΖΑ, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στα χρόνια των μνημονίων ανταγωνίζονταν σε ριζοσπαστισμό, που στα χρόνια της διακυβέρνησης διαχειρίστηκαν θέσεις ευθύνης και διαπραγματεύτηκαν με την τρόικα κρίσιμες επιλογές και στα χρόνια της αντιπολίτευσης αναλώνονταν περισσότερο στη νομή της εσωκομματικής εξουσίας, παρά στη διαμόρφωση μιας αξιόπιστης και λαϊκά κατανοητής εναλλακτικής πολιτικής, αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα αυτού του χώρου είναι βαθύτατα ανθρωπολογικό. 


Πού φώλιαζαν τόσος πολιτικός εγωισμός, όλη η αλαζονεία, η αμοιβαία απέχθεια, ακόμη και το μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους που υπόσχονταν να υπηρετήσουν συλλογικά συμφέροντα και οράματα, που έθεταν τη διαφωνία τους στην υπηρεσία της σύνθεσης κι όχι της καρεκλομαχίας; Αν υπάρχουν έστω και λίγοι μέσα σε αυτό το σπαρασσόμενο πολιτικό δυναμικό που αντιλαμβάνονται τι ζημιά, πόση καταρράκωση προκαλεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτή η εικόνα, ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα. 


Με ορόσημο τον Δεκέμβρη του 2008 -αυτό το απρόβλεπτο, εκρηκτικό προανάκρουσμα της μεγάλης κρίσης-, η ελληνική κοινωνία μπήκε σε μια περίοδο τεράστιας πολιτικής και ιδεολογικής κινητικότητας. Εκανε άλματα, βγήκε κατά εκατομμύρια στους δρόμους και στις πλατείες, για μια περίοδο κατέστησε τη χώρα υπερδύναμη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έκανε την ελίτ της χώρας να τρέμει από φόβο, αποδόμησε το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, ανάγκασε τους δανειστές και εταίρους να αφήσουν στην άκρη τα δημοκρατικά προσχήματα και να μεθοδεύσουν κανονικότατα οικονομικά και θεσμικά πραξικοπήματα και ανέδειξε τη μικρή, αριστερή «συνομοσπονδία» του ΣΥΡΙΖΑ σε όχημα ελπίδας και κόμμα εξουσίας. Για κάποιο διάστημα η Αριστερά απέκτησε μια αδιανόητη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ακτινοβολία, τόση που ίσως τύφλωσε πολλούς από τους χαρισματικούς ή τους άπειρους κι αδέξιους διαχειριστές της, με τα πλούσια ακαδημαϊκά και τεχνοκρατικά προσόντα, αλλά και με τρομακτικό έλλειμμα επαφής με την κοινωνία. Η συμβολή τους στην εξοικείωση της κοινωνικής πλειονότητας με τις αριστερές αξίες και την ιδέα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής υπέρ των αδυνάτων ήταν τεράστια. Αλλά εξίσου τεράστια είναι η ευθύνη τους για την καταρράκωση αυτών των αξιών και ιδεών, για την εγκατάλειψη χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτό που αποκαλώ αριστερή απόγνωση. Είναι μια συντριβή ανάλογη με αυτήν του 1989, όταν οι καρικατούρες σοσιαλισμού στην Ευρώπη κατέρρεαν σαν πύργοι τραπουλόχαρτων και απανταχού κομμουνιστές βρέθηκαν να απολογούνται για εγκλήματα, αντί να υπερασπίζονται οράματα κι επιτεύγματα. 


Το χειρότερο για την ελληνική πολιτική συγκυρία είναι ότι η αριστερή απόγνωση και το έλλειμμα ιδεών, πολιτικής, προγραμμάτων, προσώπων, φορέων, σκέψης και βούλησης για πολιτική και κοινωνική αλλαγή καταγράφεται την ώρα που αρχίζει για τον Μητσοτάκη το μεγάλο τσαλάκωμα. Κι έρχεται από τα κάτω. Γιατί απ’ τα πάνω συνεχίζεται το μεγάλο σιδέρωμα. Και δη με την ευγενική χορηγία της αντιπολίτευσης. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τώρα που πέφτει πάνω μας άλλη μια άγρια μπόρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Τώρα που όλοι συμφωνούν πως είν' κακιά η ώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι ώς που να συναντήσουμε της δίψας μας τα δώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Γιάννη Αγγελάκα, «Η γελαστή ανηφόρα» (2013)